Σχέση μητέρας – παιδιού
Ψυχαναλυτικές θεωρίες και η θεωρία του δεσμού
Από την εποχή των πρώτων ψυχαναλυτών φαίνεται πως ένα από τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τη σκέψη των επιστημόνων είναι η επίδραση της σχέσης του παιδιού με τη μητέρα του στη μετέπειτα ανάπτυξή του.
Πρώτος ο Freud μάς μιλάει για τον ρόλο της μητέρας και του πατέρα στην ομαλή μετάβαση από το ένα ψυχοσεξουαλικό στάδιο ανάπτυξης στο άλλο, και τη μεγάλη σημασία της ομαλής λύσης του οιδιπόδειου συμπλέγματος.
Η οριοθετημένη και όχι υπερβολική διαχείριση των επιθυμιών και των ενορμήσεων του παιδιού από τους γονείς θα βοηθήσει, ώστε να αποκρυσταλλωθεί μεγαλώνοντας μία υγιής προσωπικότητα.
Σχέση μητέρας – βρέφους: Η σημασία του θηλασμού
Στα χνάρια του πατέρα της ψυχανάλυσης πολλοί άλλοι ψυχαναλυτές αναπτύσσουν τις θεωρίες τους για τη σημασία της επαφής του παιδιού με τη μητέρα.
Μέσα σε αυτούς η Melanie Klein μάς μιλάει για τη σημασία του θηλασμού και της σχέσης μητέρας – βρέφους που αναπτύσσετε, μέσω της διαδικασίας του ταΐσματος.
Το καλό στήθος είναι αυτό που ικανοποιεί την πείνα του παιδιού, και το κακό στήθος, όταν απουσιάζει, το εκθέτει στο δυσάρεστο συναίσθημα της πείνας και στο άγχος του θανάτου.
Η συνειδητοποίηση ότι το καλό και το κακό στήθος είναι ένα κι ότι ανήκει σε ένα άλλο πρόσωπο από τον εαυτό, στη μητέρα, ονομάστηκε καταθλιπτική θέση.
Σύμφωνα με την ψυχαναλύτρια, όταν ένας άνθρωπος περιέρχεται στην καταθλιπτική θέση μπορεί, πλέον, να καταλάβει την ολότητα και τη σταθερότητα των αντικειμένων, να διαχειριστεί τη ματαίωση, χωρίς να νιώσει πως καταστρέφεται, και να δεχτεί την αρνητική πλευρά των αντικειμένων. (Ως αντικείμενα στις αντικειμενοτρόπες, ψυχαναλυτικές θεωρίες ορίζονται τα πρόσωπα με τα οποία σχετίζεται το βρέφος).
Διάβασε επίσης:Ένα συγκινητικό βίντεο που πρέπει να δει κάθε γονιός
Δόμηση και διατήρηση σχέσεων
Ο Fairbairn, επίσης, διαχωριζόμενος από τον Freud, υποστήριξε πως οι άνθρωποι δεν επιζητούν τόσο την ικανοποίηση των ενορμήσεών τους (όπως η πείνα), αλλά τη δόμηση και τη διατήρηση των σχέσεων.
Με άλλα λόγια, ένα βρέφος δεν εστιάζει τόσο την προσοχή του στο να πάρει γάλα από τη μητέρα του, αλλά να βιώσει την εμπειρία του ταΐσματος, με την αίσθηση της ζεστασιάς και του συναισθηματικού δεσμού που αποτελεί μέρος αυτής της διαδικασίας.
Η ανάγκη προσκόλλησης του βρέφους
Ωστόσο, μεγάλη αλλαγή στην οπτική στη σχέση μητέρας – παιδιού προκάλεσε η ανάπτυξη της θεωρίας του δεσμού από τον John Bowlby.
O Bowlby, επηρεασμένος όχι μόνο από την ψυχανάλυση αλλά και από την ηθολογία (την επιστήμη που μελετάει τη συμπεριφορά των έμβιων όντων) και από τη θεωρία του Δαρβίνου μάς μίλησε για την ανάγκη προσκόλλησης του βρέφους σε έναν φροντιστή, συνήθως, τη μητέρα.
Η προσκόλληση στηρίζεται σε έναν έμφυτο βιολογικό μηχανισμό του βρέφους κι έχει μεγάλη σημασία για την επιβίωσή του. Όταν, λοιπόν, η μητέρα απομακρύνεται από το βρέφος, εκείνο δυσφορεί, κλαίει και την καλεί ξανά κοντά του ως ένα μέσο προστασίας.
Η άμεση ανταπόκριση της μητέρας στο βρέφος και στις ανάγκες του δεν είναι σημαντική μόνο για την επιβίωσή του αλλά και για την ομαλή ψυχική και συναισθηματική ανάπτυξή του.
Η άμεση κάλυψη των αναγκών του βρέφους και η γρήγορη απαλλαγή του από την ένταση που του προκαλούν η πείνα, ο πόνος, το κρύο θα διαμορφώσουν το συναίσθημα της ασφάλειας, μέσω της μητρικής σχέσης.
Επακόλουθα, η ασφαλής προσκόλληση στη μητέρα θα βοηθήσει στην ανάπτυξη ασφαλών και υγιών σχέσεων στα μετέπειτα χρόνια του παιδιού και στην ενήλικη ζωή του.
«Η συνθήκη του Ξένου»
Η Mary Ainsworth μελέτησε την προσκόλληση στις δοκιμασίες που μας είναι γνωστές ως «Η συνθήκη του Ξένου». Τα βρέφη εκτέθηκαν σε ένα άγνωστο, για εκείνα, δωμάτιο με παιχνίδια αρχικά μαζί με τη μητέρα τους, μετά μαζί με τη μητέρα τους και ένα ξένο άτομο και στη συνέχεια χωρίς τη μητέρα τους μαζί με τον ξένο.
Από τις αντιδράσεις τους παρατηρήθηκαν τέσσερα είδη προσκόλλησης:
Σχέση μητέρας – παιδιού: Η ασφαλής προσκόλληση στη μητέρα
Τα παιδιά έδειχναν έντονη προσκόλληση, αισθήματα ασφάλειας και σιγουριάς. Όταν η μητέρα ήταν παρούσα, έπαιζαν με τα παιχνίδια που ήταν στο δωμάτιο και όταν η άγνωστη έμπαινε μέσα, αντιδρούσαν θετικά. Έδειχναν πολύ στενοχωρημένα, όταν η μητέρα τους έφευγε, και η άγνωστη δεν μπορούσε να τα παρηγορήσει.
Όταν η μητέρα τους ερχόταν, σκαρφάλωναν στην αγκαλιά της, παρηγορούνταν γρήγορα και ξανάρχιζαν το παιχνίδι τους. Τα ασφαλή παιδιά βίωναν τη μητέρα ως διαθέσιμη και πρόθυμη να τα φροντίσει.
Αυτό το είδος της προσκόλλησης ενθαρρύνει την εξερεύνηση του περιβάλλοντος και, συγχρόνως, είναι αποτελεσματικό στο να ελαττώνει το άγχος του παιδιού.
Το ασφαλές παιδί αναπτύσσει μία εικόνα εαυτού ως ατόμου αξιόλογου και ικανού και μία εικόνα για τους άλλους ως άτομα έμπιστα και αξιόπιστα.
Ανασφαλής αμφιθυμική προσκόλληση στη μητέρα
Τα παιδιά αυτά είχαν πρόβλημα από την αρχή. Έμεναν κοντά στη μητέρα τους και φαίνονταν πολύ νευρικά, ακόμη και όταν η μητέρα ήταν κοντά τους.
Όταν έφευγε, έδειχναν πολύ στενοχωρημένα και δε φανέρωναν καμιά ανακούφιση στην επιστροφή της. Ζητούσαν την επαφή με τη μητέρα τους και, συγχρόνως, αντιστέκονταν στις προσπάθειές της να τα παρηγορήσει.
Μπορεί να έκλαιγαν θυμωμένα και να ζητούσαν να τα σηκώσει αλλά όταν τα σήκωνε, πάλευαν για να τα αφήσει κάτω. Τα παιδιά αυτά δυσκολεύονταν να ξαναρχίσουν το παιχνίδι μετά την επιστροφή της μητέρας.
Το είδος αυτό της προσκόλλησης συνδέεται με απρόβλεπτη μητρική συμπεριφορά. Τα παιδιά της ομάδας αυτής βίωναν τη συμπεριφορά της μητέρας τους ως ασταθή.
Ανέπτυσσαν μία εικόνα εαυτού αβέβαιη και μία εικόνα για τους άλλους ως άτομα απρόβλεπτα, που δεν μπορείς να τα εμπιστευθείς.
Η αυτοπεποίθηση και τα κίνητρά τους για εξερεύνηση και κατάκτηση του περιβάλλοντος εξαρτώνταν από την παρουσία, τη στήριξη και την αποδοχή του προσώπου προσκόλλησης. Αυτή η εξάρτηση του εαυτού από τους άλλους τα καθιστούσε ευάλωτα στο στρες.
Ανασφαλής αποφευκτική προσκόλληση στη μητέρα
Όταν το παιδί και η μητέρα ήταν μόνοι τους στο δωμάτιο, τα παιδιά αυτά φαίνονταν αδιάφορα προς τη μητέρα τους. Μπορεί να έκλαιγαν ή να μην έκλαιγαν, όταν η μητέρα έφευγε. Αν έδειχναν σημάδια στενοχώριας, η άγνωστη ερευνήτρια ήταν τόσο αποτελεσματική στο να τα παρηγορήσει όσο και η ίδια η μητέρα τους.
Όταν η μητέρα επέστρεφε, δεν την πλησίαζαν και ούτε κοίταζαν προς το μέρος της. Το είδος αυτό της ανασφαλούς προσκόλλησης συνδέεται με έλλειψη ευαισθησίας της μητέρας στα σήματα του παιδιού και αδιαφορίας προς τις συμπεριφορές προσκόλλησης.
Οι όποιες προσπάθειες του παιδιού να εξασφαλίσει την προστασία και τη στήριξη του προσώπου προσκόλλησης απορρίπτονταν ή αγνοούνταν.
Αυτές οι συνθήκες είχαν ως αποτέλεσμα μία εικόνα εαυτού ουσιαστικά μόνου και μη επιθυμητού, αλλά και μία εικόνα του άλλου ως ατόμου απορριπτικού και μη αξιόπιστου.
Αποδιοργανωμένη προσκόλληση στη μητέρα
Στην κατηγορία αυτή τα παιδιά ήταν ανασφαλή με αποδιοργανωμένη συμπεριφορά. Η στάση τους έδειχνε κατάθλιψη, σύγχυση, ανησυχία. Παρουσίαζαν, εναλλάξ, αποφευκτική και αμφιθυμική συμπεριφορά. Δεν είχαν επαφή ματιών με το πρόσωπο προσκόλλησης.
Η συμπεριφορά των γονιών που συνδέεται με το είδος αυτό της προσκόλλησης δεν είναι απόλυτα σαφής. Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι τα πρώιμα βιώματα των γονιών των παιδιών της ομάδας αυτής περιλαμβάνουν άλυτα ψυχολογικά τραύματα, όπως είναι το πένθος ή η κακοποίηση.
Τα πειράματα της Mary Ainsworth επιβεβαιώνουν τη σημασία της μητρικής παρουσίας και διαθεσιμότητας όχι μόνο στη σωματική αλλά και στην ψυχική, συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.
Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι η σχέση με τη μητέρα δεν είναι μόνο ο ακρογωνιαίος λίθος της ανάπτυξης του παιδιού, αλλά και διαρκεί στον χρόνο περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε.
Ξεκινάει πολλές φορές πριν τη σύλληψη, όταν το παιδί υπάρχει μέσα στις φαντασιώσεις της μητέρας ως επιθυμία, και τελειώνει με τον θάνατο και των δύο.
Δηλαδή, ακόμη και μετά τον θάνατο της μητέρας, το παιδί διατηρεί τη σχέση ως ανάμνηση και ως εσωτερίκευση της εικόνας και των χαρακτηριστικών της.
Διάβασε επίσης: Η σημασία του «ασφαλούς δεσμού» ανάμεσα σε γονείς και παιδιά
Ακολουθήστε το Miss or Madam στο Facebook και στο Instagram.